προσευχητάρι(ον)

προσευχητάρι(ον)
το молитвенник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προσευχητάρι(ον)" в других словарях:

  • προσευχητάρι(ον) — το, Ν βιβλίο με προσευχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσευχή, μέσω αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *προσευχητός + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. προσκυνητ άριον). Η λ., στον λόγιο τ. προσευχητάριον, μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ.… …   Dictionary of Greek

  • προσευχητάρι — το ιερό βιβλίο με προσευχές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευχοάρι — εὐχοάρι, τὸ (Μ) προσευχητάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευχή + κατάλ. άρι, με παρεμβολή συνδετικού φωνήεντος ο ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»